- νεκυοστόλος
- νεκυοστόλος, -ον (Α)1. (για τον Χάρωνα) αυτός που διαπορθμεύει τους νεκρούς διά μέσου τής Στυγός2. (για φέρετρο) αυτός με τον οποίο μεταφέρεται ο νεκρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, -υος «νεκρός» + -στόλος (< στέλλω), πρβλ. νεκρο-στόλος, ψυχο-στόλος].
Dictionary of Greek. 2013.